δανάκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δανάκη | οι | δανάκες |
γενική | της | δανάκης | των | δανακών |
αιτιατική | τη | δανάκη | τις | δανάκες |
κλητική | δανάκη | δανάκες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δανάκη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δανάκη < αρχαία περσική دانگ (dâng, έκτος) < دانه (dâne, κόκκος, σπόρος, σπυρί) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰoHnéh₂ (κόκκος, σπυρί) < *dʰeH- + -*néh₂
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δᾰνᾰ́κη θηλυκό
- (νόμισμα, ιστορία) αρχαίο περσικό νόμισμα (με αξία περίπου ίση -λίγο μεγαλύτερη- με έναν αττικό οβολό)
- (νόμισμα, λαογραφία) νόμισμα που τοποθετούνταν στο στόμα ή τα μάτια του νεκρού, για να πληρωθεί ο χάρων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δανάκη
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
δᾰνᾰκα- | |||||
ονομαστική | ἡ | δανάκη | αἱ | δανάκαι | |
γενική | τῆς | δανάκης | τῶν | δανακῶν | |
δοτική | τῇ | δανάκῃ | ταῖς | δανάκαις | |
αιτιατική | τὴν | δανάκην | τὰς | δανάκᾱς | |
κλητική ὦ! | δανάκη | δανάκαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δανάκᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | δανάκαιν | |||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δανάκη < (άμεσο δάνειο) αρχαία περσική دانگ (έκτος, dâng) < دانه (dâne, κόκκος, σπόρος, σπυρί) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰoHnéh₂ (κόκκος, σπυρί) < *dʰeH- + -*néh₂
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δᾰνᾰ́κη θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- δανάκης (αρσενικό)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- δανάκη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία περσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομίσματα (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Λαογραφία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Δάνεια από τα αρχαία περσικά (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία περσικά (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Νομίσματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)