δανδισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δανδισμός αρσενικό
- η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του δανδή, όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την συμπεριφορά του ατόμου εκείνου με επιτηδευμένο ντύσιμο και προσποιητούς αριστοκρατικούς τρόπους
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη δανδής