δανείζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δανείζω < αρχαία ελληνική δανείζω < δάνος < δαίω
Ρήμα[επεξεργασία]
δανείζω, πρτ.: δάνειζα, στ.μέλλ.: θα δανείσω, αόρ.: δάνεισα, παθ.φωνή: δανείζομαι, μτχ.π.π.: δανεισμένος
- παραχωρώ προσωρινά σε κάποιον κάτι που μου ανήκει και αυτός έχει την υποχρέωση να μου το επιστρέψει
- του δάνεισα το βιβλίο μου
- δίνω σε κάποιον χρήματα και αυτός έχει υποχρέωση να μου τα επιστρέψει με τόκο
- η τράπεζά μας σας δανείζει με τα χαμηλότερα επιτόκια της αγοράς
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη δάνειο
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δανείζω | δάνειζα | θα δανείζω | να δανείζω | δανείζοντας | |
β' ενικ. | δανείζεις | δάνειζες | θα δανείζεις | να δανείζεις | δάνειζε | |
γ' ενικ. | δανείζει | δάνειζε | θα δανείζει | να δανείζει | ||
α' πληθ. | δανείζουμε | δανείζαμε | θα δανείζουμε | να δανείζουμε | ||
β' πληθ. | δανείζετε | δανείζατε | θα δανείζετε | να δανείζετε | δανείζετε | |
γ' πληθ. | δανείζουν(ε) | δάνειζαν δανείζαν(ε) |
θα δανείζουν(ε) | να δανείζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δάνεισα | θα δανείσω | να δανείσω | δανείσει | ||
β' ενικ. | δάνεισες | θα δανείσεις | να δανείσεις | δάνεισε | ||
γ' ενικ. | δάνεισε | θα δανείσει | να δανείσει | |||
α' πληθ. | δανείσαμε | θα δανείσουμε | να δανείσουμε | |||
β' πληθ. | δανείσατε | θα δανείσετε | να δανείσετε | δανείστε | ||
γ' πληθ. | δάνεισαν δανείσαν(ε) |
θα δανείσουν(ε) | να δανείσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δανείσει | είχα δανείσει | θα έχω δανείσει | να έχω δανείσει | ||
β' ενικ. | έχεις δανείσει | είχες δανείσει | θα έχεις δανείσει | να έχεις δανείσει | έχε δανεισμένο | |
γ' ενικ. | έχει δανείσει | είχε δανείσει | θα έχει δανείσει | να έχει δανείσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δανείσει | είχαμε δανείσει | θα έχουμε δανείσει | να έχουμε δανείσει | ||
β' πληθ. | έχετε δανείσει | είχατε δανείσει | θα έχετε δανείσει | να έχετε δανείσει | έχετε δανεισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν δανείσει | είχαν δανείσει | θα έχουν δανείσει | να έχουν δανείσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) δανεισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) δανεισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) δανεισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) δανεισμένο |