δανειακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δανειακός η δανειακή το δανειακό
      γενική του δανειακού της δανειακής του δανειακού
    αιτιατική τον δανειακό τη δανειακή το δανειακό
     κλητική δανειακέ δανειακή δανειακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δανειακοί οι δανειακές τα δανειακά
      γενική των δανειακών των δανειακών των δανειακών
    αιτιατική τους δανειακούς τις δανειακές τα δανειακά
     κλητική δανειακοί δανειακές δανειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δανειακός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δανειακός ή μεσαιωνική ελληνική < δάνει(ον) + -ακός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ða.ni.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δα‐νει‐α‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

δανειακός, -ή, -ό

  • που αναφέρεται στα δάνεια και το δανεισμό
    οι δανειακές ανάγκες του δημοσίου

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη δάνειο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική δανειακός δανειακή τὸ δανειακόν
      γενική τοῦ δανειακοῦ τῆς δανειακῆς τοῦ δανειακοῦ
      δοτική τῷ δανειακ τῇ δανειακ τῷ δανειακ
    αιτιατική τὸν δανειακόν τὴν δανειακήν τὸ δανειακόν
     κλητική ! δανειακέ δανειακή δανειακόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ δανειακοί αἱ δανειακαί τὰ δανειακᾰ́
      γενική τῶν δανειακῶν τῶν δανειακῶν τῶν δανειακῶν
      δοτική τοῖς δανειακοῖς ταῖς δανειακαῖς τοῖς δανειακοῖς
    αιτιατική τοὺς δανειακούς τὰς δανειακᾱ́ς τὰ δανειακᾰ́
     κλητική ! δανειακοί δανειακαί δανειακᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δανειακώ τὼ δανειακᾱ́ τὼ δανειακώ
      γεν-δοτ τοῖν δανειακοῖν τοῖν δανειακαῖν τοῖν δανειακοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δανειακός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική δάνει(ον) + -ακός

Επίθετο[επεξεργασία]

δανειακός, -ή, -όν χωρίς παραθετικά (ελληνιστική κοινή)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις δάνειον και δάνος

Πηγές[επεξεργασία]