δανειοδοτώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
δανειοδοτώ
- δίνω δάνειο σε κάποιον· λέγεται για το κράτος ή για τράπεζες
- οι τράπεζες δανειοδοτούν τους πελάτες τους για διάφορους σκοπούς, πχ για αγορά ακινήτων
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δανειοδοτώ
|