δανειοδότρια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δανειοδότρια < δανειοδότης + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δανειοδότρια θηλυκό
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά) θηλυκό του δανειοδότης
- ※ Η λέξη, αν και ομόρριζη με το ουσ. μακαρόνι «ζυμαρικό» δεν εισήλθε στην ελληνική γλώσσα από την ίδια δανειοδότρια γλώσσα: το ζυμαρικό εισήλθε από τον τύπο πληθυντικού macaroni του βενετικού ουσιαστικού macarone, ενώ το μακαρόνι «είδος γλυκού» εισήλθε μέσω της γαλλικής γλώσσας. (Γεωργία Καλτσούδα, «Επανετυμολογήσεις του κοινού νεοελληνικού λεξιλογίου: αξιοποιώντας το σημασιολογικό κριτήριο στην ετυμολογική έρευνα», Λεξικογραφικόν Δελτίον, 27–28 (Αθήνα 2023) 106)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δανειοδότρια
|
|
Πηγές
[επεξεργασία]- δανειοδότης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- δανειοδότης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- δανειοδότρια - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)