δαντελλωτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δαντελλωτός η δαντελλωτή το δαντελλωτό
      γενική του δαντελλωτού της δαντελλωτής του δαντελλωτού
    αιτιατική τον δαντελλωτό τη δαντελλωτή το δαντελλωτό
     κλητική δαντελλωτέ δαντελλωτή δαντελλωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δαντελλωτοί οι δαντελλωτές τα δαντελλωτά
      γενική των δαντελλωτών των δαντελλωτών των δαντελλωτών
    αιτιατική τους δαντελλωτούς τις δαντελλωτές τα δαντελλωτά
     κλητική δαντελλωτοί δαντελλωτές δαντελλωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο[επεξεργασία]

δαντελλωτός, -ή, -ό

Πηγές[επεξεργασία]