δαπανηρός
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | δαπανηρός | δαπανηρή | δαπανηρό |
γενική | δαπανηρού | δαπανηρής | δαπανηρού |
αιτιατική | δαπανηρό | δαπανηρή | δαπανηρό |
κλητική | δαπανηρέ | δαπανηρή | δαπανηρό |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | δαπανηροί | δαπανηρές | δαπανηρά |
γενική | δαπανηρών | δαπανηρών | δαπανηρών |
αιτιατική | δαπανηρούς | δαπανηρές | δαπανηρά |
κλητική | δαπανηροί | δαπανηρές | δαπανηρά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δαπανηρός < αρχαία ελληνική δαπανηρός < δαπάνη + -ηρός
Επίθετο[επεξεργασία]
δαπανηρός, -ή, ό
- που απαιτεί μεγάλη δαπάνη για να αποκτηθεί, διεξαχθεί ή συντηρηθεί
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη: δαπανηρός