δασκαλοκεντρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δασκαλοκεντρικός (νεολογισμός) < δάσκαλ(ος) + -ο- + κεντρικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική teacher-centered) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ða.ska.lo.cen.dɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δα‐σκα‐λο‐κε‐ντρι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
δασκαλοκεντρικός, -ή, -ό
- (εκπαίδευση) που ο δάσκαλος έχει κεντρικό ρόλο στη μαθησιακή διαδικασία κι όχι ο μαθητής
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δασκαλοκεντρικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με συνθετικό 'κεντρικός' (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εκπαίδευση (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)