δασμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δασμός οι δασμοί
      γενική του δασμού των δασμών
    αιτιατική τον δασμό τους δασμούς
     κλητική δασμέ δασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δασμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δασμός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðaˈzmos/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: δα‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δασμός αρσενικό

  • (οικονομία) χρηματικό ποσό που καταβάλλεται στο κράτος κατά την εισαγωγή κυρίως ή σπανιότερα κατά την εξαγωγή εμπορεύματος
    Σε αρκετά εκατομμύρια ευρώ υπολογίζονται οι διαφυγόντες δασμοί από το λαθρεμπόριο τσιγάρων.

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
δασμ- 

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δασμός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δασμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δασμός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δασμός οἱ δασμοί
      γενική τοῦ δασμοῦ τῶν δασμῶν
      δοτική τῷ δασμ τοῖς δασμοῖς
    αιτιατική τὸν δασμόν τοὺς δασμούς
     κλητική ! δασμέ δασμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δασμώ
γεν-δοτ τοῖν  δασμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δασμός < *δασ-σμός < *δατ-σμός με αφομοίωση [ts] > [ss] και απλοποίηση [ss] > s < θέμα δατ- του δατέομαι (διαιρώ, μοιράζω), μέλλοντας: δάσομαι, άλλη μορφή θεμάτων που συναντάμε στο δαίομαι (και δαίμων), στο δάπτω (και δαπάνη, δαψιλής) [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δασμός αρσενικό

Παράγωγα[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
δασμ- 

παράγωγα και σύνθετα:

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]