δασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δασμός | οι | δασμοί |
γενική | του | δασμού | των | δασμών |
αιτιατική | τον | δασμό | τους | δασμούς |
κλητική | δασμέ | δασμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δασμός < αρχαία ελληνική δασμός < δατέομαι (διαιρώ, μοιράζω), μέλλ.: δάσομαι
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δασμός αρσενικό
- χρηματικό ποσό που καταβάλλεται στο κράτος κατά την εισαγωγή κυρίως ή σπανιότερα κατά την εξαγωγή εμπορεύματος
- σε αρκετά εκατομμύρια ευρώ υπολογίζονται οι διαφυγόντες δασμοί από το λαθρεμπόριο τσιγάρων
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)