δασοπυρόσβεση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δασοπυρόσβεση οι δασοπυροσβέσεις
      γενική της δασοπυρόσβεσης* των δασοπυροσβέσεων
    αιτιατική τη δασοπυρόσβεση τις δασοπυροσβέσεις
     κλητική δασοπυρόσβεση δασοπυροσβέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δασοπυροσβέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ελικόπτερο σε υπηρεσία δασοπυρόσβεσης

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δασοπυρόσβεση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δασοπυρόσβεση θηλυκό

  1. ενέργεια σβέσης φωτιάς που λαμβάνει χώρα σε δασική έκταση
  2. υπηρεσία κατάσβεσης φωτιάς σε δασότοπους και δρυμούς

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]