Μετάβαση στο περιεχόμενο

δασοσκεπής

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δασοσκεπής η δασοσκεπής το δασοσκεπές
      γενική του δασοσκεπούς* της δασοσκεπούς του δασοσκεπούς
    αιτιατική τον δασοσκεπή τη δασοσκεπή το δασοσκεπές
     κλητική δασοσκεπή(ς) δασοσκεπής δασοσκεπές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δασοσκεπείς οι δασοσκεπείς τα δασοσκεπή
      γενική των δασοσκεπών των δασοσκεπών των δασοσκεπών
    αιτιατική τους δασοσκεπείς τις δασοσκεπείς τα δασοσκεπή
     κλητική δασοσκεπείς δασοσκεπείς δασοσκεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δασοσκεπής < δάσ(ος) + -ο- + -σκεπής ( < σκέπω)

Επίθετο

[επεξεργασία]

δασοσκεπής, -ής, -ές

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]