δασοφυλακή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δασοφυλακή < δασοφύλακας (κατά τα χωροφυλακή, αγροφυλακή)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δασοφυλακή θηλυκό
- δημόσια δύναμη (σώμα) με αποστολή τη φύλαξη των δασών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δασοφυλακή
|