δασώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | δασώδης | δασώδης | δασώδες |
γενική | δασώδους | δασώδους | δασώδους |
αιτιατική | δασώδη | δασώδη | δασώδες |
κλητική | δασώδη(ς) | δασώδης | δασώδες |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | δασώδεις | δασώδεις | δασώδη |
γενική | δασωδών | δασωδών | δασωδών |
αιτιατική | δασώδεις | δασώδεις | δασώδη |
κλητική | δασώδεις | δασώδεις | δασώδη |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δασώδης < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
δασώδης -ης -ες
- που είναι καλυμμένος με δάση