δαυκίο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δαυκίο | τα | δαυκία |
γενική | του | δαυκίου | των | δαυκίων |
αιτιατική | το | δαυκίο | τα | δαυκία |
κλητική | δαυκίο | δαυκία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δαυκίο < μεσαιωνική ελληνική δαυκί(ν) < ελληνιστική κοινή δαυκίον < δαῦκος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δαυκίο ουδέτερο
- (ιδιωματικό) (φυτό) άγριο καρότο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δαυκίο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)