δαφνοκερασιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δαφνοκερασιά οι δαφνοκερασιές
      γενική της δαφνοκερασιάς των δαφνοκερασιών
    αιτιατική τη δαφνοκερασιά τις δαφνοκερασιές
     κλητική δαφνοκερασιά δαφνοκερασιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δαφνοκερασιά < δάφν(η) + -ο- + κερασιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δαφνοκερασιά θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]