δαφνοστεφανώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δαφνοστεφανώνω< δάφνη + στεφανώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

δαφνοστεφανώνω, παθ. φωνή δαφνοστεφανώνομαι, παθ. μετοχή δαφνοστεφανωμένος

Κλίση[επεξεργασία]