δαχτυλήθρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δαχτυλήθρα οι δαχτυλήθρες
      γενική της δαχτυλήθρας των δαχτυληθρών
    αιτιατική τη δαχτυλήθρα τις δαχτυλήθρες
     κλητική δαχτυλήθρα δαχτυλήθρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δαχτυλήθρα < αρχαία ελληνική δακτυλήθρα
συνηθισμένη μεταλλική δαχτυλήθρα (1)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δαχτυλήθρα και δακτυλήθρα θηλυκό

  1. μικρό μεταλλικό ή πλαστικό εξάρτημα, σε σχήμα κύπελλου, που φοριέται στην άκρη του δαχτύλου για να μπορεί αυτός που το χρησιμοποιεί να σπρώχνει βελόνα για ράψιμο, συνήθως με μικρές εσοχές στην επιφάνεια ώστε να μη γλιστράει η βελόνα
  2. (μεταφορικά) (για υγρά) πολύ μικρή ποσότητα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]