δαχτυλίδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δαχτυλίδι < μεσαιωνική ελληνική δαχτυλίδιον < ελληνιστική κοινή δακτυλίδιον, υποκοριστικό του ουσιαστικού δακτύλιον, και αυτό υποκοριστικό του αρσενικού ὁ δάκτυλος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ða.xtiˈli.ði/
- συλλαβισμός : δα‐χτυ‐λί‐δο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δαχτυλίδι ουδέτερο
- κόσμημα που έχει σχήμα κρίκου, συνήθως κατασκευασμένο από πολύτιμα υλικά, που φοριέται σε δάχτυλο του χεριού
- κάθε πράγμα ή εξάρτημα που μοιάζει στο σχήμα με δαχτυλίδι
- ↪ θα βάλουμε σε αυτό το σημείο του σωλήνα ένα δαχτυλίδι ώστε να σταθεροποιηθεί περισσότερο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- μέση δαχτυλίδι: πολύ λεπτή μέση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δαχτυλίδι
|
|
- «δαχτυλίδι» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι'
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)