δαχτυλίδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | δαχτυλίδι | δαχτυλίδια |
γενική | δαχτυλιδιού | δαχτυλιδιών |
αιτιατική | δαχτυλίδι | δαχτυλίδια |
κλητική | δαχτυλίδι | δαχτυλίδια |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δαχτυλίδι < μεσαιωνική ελληνική δαχτυλίδιον < ελληνιστική κοινή, δακτυλίδιον, υποκοριστικό του ουσιαστικού δακτύλιον, και αυτό υποκοριστικό του αρσενικού ὁ δάκτυλος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ða.xti.ˈli.ði/

Ασημένια δαχτυλίδια.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δαχτυλίδι ουδέτερο
- κόσμημα που έχει σχήμα κρίκου, κατασκευάζεται από χρυσό, ασήμι ή άλλο μεταλλικό υλικό. Φοριέται σε δάχτυλο του χεριού και από άνδρες και από γυναίκες
- το δαχτυλίδι του αρραβώνα
- κάθε πράγμα που μοιάζει με δαχτυλίδι
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- μέση δαχτυλίδι: πολύ λεπτή μέση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δαχτυλίδι
|
|