δαχτυλιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δαχτυλιά οι δαχτυλιές
      γενική της δαχτυλιάς των δαχτυλιών
    αιτιατική τη δαχτυλιά τις δαχτυλιές
     κλητική δαχτυλιά δαχτυλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δαχτυλιά < δάχτυλο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ða.xtiˈʎa/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δαχτυλιά θηλυκό

μην ακουμπάς με το χέρι σου την οθόνη, θα αφήσεις δαχτυλιές

Μεταφράσεις[επεξεργασία]