δαχτυλογραφημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δαχτυλογραφημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δαχτυλογραφώ
Μετοχή[επεξεργασία]
δαχτυλογραφημένος -η -ο
- → δείτε τη λέξη δακτυλογραφημένος