δαύτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δαύτος < μεσαιωνική ελληνική δαῦτος < ἐδαῦτος < ἔδε + αὐτός
Αντωνυμία[επεξεργασία]
δαύτος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο και συχνά μειωτικό) αυτός
- ※ Δεν ανακατωνόστενε με δαύτον μέρα και νύχτα; (Διονύσιος Σολωμός, Η Γυναίκα της Ζάκυθος)
- ※ Πώς περνά λοιπόν στο νου της Φρόσως πως μπορεί να βγαίνει στον καθένα όπως φτάσει, σαν και δαύτη; (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου)
- ※ Η μικρή της μπήκε ο Οξαποδώ μέσα της, τα υστερικά που τα λέτε εσείς οι γιατροί. Πάει και δαύτη (Παύλος Νιρβάνας, Όταν σπάσει τα δεσμά του)
- ※ Για δαύτο κι ο τεχνίτης, ξέροντάς το αυτό που σου λέω, τι κάμνει; (Αργύρης Εφταλιώτης, Μαζώχτρα)
- ※ Κι έχω παράπονα με δαύτους. (Πηνελόπη Δέλτα, Στα μυστικά του βάλτου, Κεφάλαιο Ζ)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δαύτος
|