δείλη ὀψία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δείλη ὀψία

→ δείτε τις λέξεις δείλη και ὀψία

Έκφραση[επεξεργασία]

δείλη ὀψία

  1. το δεύτερο μέρος του απογεύματος, όψιμο απόγευμα
  2. αργά το απόγευμα, σούρουπο προς βράδυ