δείλομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δείλομαι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

δείλομαι

  1. πλησιάζω προς το απόγευμα
  2. λοκρικός τύπος του βούλομαι

Πηγές[επεξεργασία]