δεδομένο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δεδομένο | τα | δεδομένα |
γενική | του | δεδομένου | των | δεδομένων |
αιτιατική | το | δεδομένο | τα | δεδομένα |
κλητική | δεδομένο | δεδομένα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεδομένο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής δεδομένος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðe.ðoˈme.no/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δεδομένο ουδέτερο
- ένα γεγονός ή στοιχείο (αριθμητικό, στατιστικό κλπ) που είναι ήδη γνωστό και του οποίου η αλήθεια δεν αμφισβητείται
- ένα στοιχείο που είναι ήδη γνωστό και χρησιμεύει στη λύση ενός προβλήματος ή την εξαγωγή κάποιου συμπεράσματος
- τα δεδομένα σε αυτήν την περίπτωση είναι ελλιπή και δεν μπορούν να οδηγήσουν σε ασφαλή συμπεράσματα
- (πληροφορική) (συνήθως στον πληθυντικό) στοιχείο ή πληροφορία, συνήθως με μορφή δυαδικών αριθμών που δύναται να υποστεί επεξεργασία από κάποια ηλεκτρονική συσκευή (όπως π.χ. ηλεκτρονικό υπολογιστή, τηλέτυπο κλπ.), να αποθηκευθεί σε διάφορα φυσικά μέσα (π.χ. σε σκληρό ή οπτικό δίσκο, χαρτί, μαγνητική ταινία κλπ.) ή να μεταφερθεί υπό τη μορφή σήματος μέσω κάποιου κατάλληλου μέσου μεταφοράς
- ※ Οι ψηφιακές φωτογραφικές εικόνες είναι το αποτέλεσμα της εικονοποίησης δυαδικών δεδομένων που περιγράφουν διακυμάνσεις φωτεινότητας (χρωμάτων) σε ένα καθορισμένο ορθογωνικό πλέγμα [1]
Σύνθετα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- ακεραιότητα δεδομένων
- απόκρυψη δεδομένων
- αφηρημένος τύπος δεδομένων
- βάση δεδομένων
- δομή δεδομένων
- εξοπλισμός απόληξης κυκλώματος δεδομένων
- εξόρυξη δεδομένων
- κέντρο δεδομένων
- πλεονασμός δεδομένων
- ρυθμός μετάδοσης δεδομένων
- ρυθμός μεταφοράς δεδομένων
- ροή δεδομένων
- σύστημα διαχείρισης βάσης δεδομένων
- σχεσιακή βάση δεδομένων
- τερματική συσκευή δεδομένων
- τύπος δεδομένων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δεδομένο
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
δεδομένο
- αιτιατική ενικού του δεδομένος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δεδομένος
[επεξεργασία]
- ↑ Κολοκυθάς, Κωνσταντίνος (2015), Ψηφιακά Μέσα στις Οπτικοακουστικές Τέχνες, Κεφάλαιο 1 (Εικόνα 1.3.1.), σελ. 9, από repository.kallipos.gr. Προσπέλαση 2020-07-06.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι μετοχών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)