δει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δει < αρχαία ελληνική δεῖ
Ρήμα[επεξεργασία]
δει
- (μόνο στο γ'ενικό) είναι ανάγκη
- όπου δει: όπου χρειάζεται
- θα γίνουν αλλαγές στο νόμο, όπου δει
- όπου δει: όπου χρειάζεται
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δει
|
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
δει
- γ΄ ενικό πρόσωπο στιγμιαίου μέλλοντα και υποτακτικής του βλέπω
- ο Γιώργος θα δει την Ελένη σήμερα
- Ο Γιώργος θέλει να δει την Ελένη σήμερα
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βλέπω
- τον έχεις δει καθόλου τώρα τελευταία;