δειγματίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δειγματίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

δειγματίζω

  1. παρουσιάζω δείγματα σε πελάτη για να επιλέξει τι θα αγοράσει
  2. (καταχρηστικά) μου παρουσιάζουν δείγματα

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]