δειγματίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δειγματίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
δειγματίζω
- παρουσιάζω δείγματα σε πελάτη για να επιλέξει τι θα αγοράσει
- (καταχρηστικά) μου παρουσιάζουν δείγματα
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δειγματίζω
|