δειγματοληπτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
δειγματοληπτικά < δειγματοληπτικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
δειγματοληπτικά
- κάνοντας μια δειγματοληψία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δειγματοληπτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
δειγματοληπτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δειγματοληπτικό