δειγματοληπτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δειγματοληπτικός η δειγματοληπτική το δειγματοληπτικό
      γενική του δειγματοληπτικού της δειγματοληπτικής του δειγματοληπτικού
    αιτιατική τον δειγματοληπτικό τη δειγματοληπτική το δειγματοληπτικό
     κλητική δειγματοληπτικέ δειγματοληπτική δειγματοληπτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δειγματοληπτικοί οι δειγματοληπτικές τα δειγματοληπτικά
      γενική των δειγματοληπτικών των δειγματοληπτικών των δειγματοληπτικών
    αιτιατική τους δειγματοληπτικούς τις δειγματοληπτικές τα δειγματοληπτικά
     κλητική δειγματοληπτικοί δειγματοληπτικές δειγματοληπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δειγματοληπτικός < δειγματολήπτης + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

δειγματοληπτικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]