δειγματοληπτούμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.


Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δειγματοληπτούμενος η δειγματοληπτούμενη το δειγματοληπτούμενο
      γενική του δειγματοληπτούμενου της δειγματοληπτούμενης του δειγματοληπτούμενου
    αιτιατική τον δειγματοληπτούμενο τη δειγματοληπτούμενη το δειγματοληπτούμενο
     κλητική δειγματοληπτούμενε δειγματοληπτούμενη δειγματοληπτούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δειγματοληπτούμενοι οι δειγματοληπτούμενες τα δειγματοληπτούμενα
      γενική των δειγματοληπτούμενων των δειγματοληπτούμενων των δειγματοληπτούμενων
    αιτιατική τους δειγματοληπτούμενους τις δειγματοληπτούμενες τα δειγματοληπτούμενα
     κλητική δειγματοληπτούμενοι δειγματοληπτούμενες δειγματοληπτούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή του ρήματος δειγματολαμβάνω[επεξεργασία]

δειγματοληπτούμενος (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο

  1. πληθυσμός απ' τον οποίο συλλέγεται δείγμα
  2. άτομο απ' το οποίο συλλέγεται δείγμα