δειγματοληπτούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή του ρήματος δειγματολαμβάνω[επεξεργασία]
δειγματοληπτούμενος (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- πληθυσμός απ' τον οποίο συλλέγεται δείγμα
- άτομο απ' το οποίο συλλέγεται δείγμα