δειλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δειλία | οι | δειλίες |
γενική | της | δειλίας | — | |
αιτιατική | τη | δειλία | τις | δειλίες |
κλητική | δειλία | δειλίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δειλία < αρχαία ελληνική δειλία < δειλός < δέος
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δειλία θηλυκό
- το να είναι κάποιος δειλός, η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του δειλού
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- η ατολμία
- η λιποψυχία
- η ολιγοψυχία/η λιγοψυχία
- η κλασομέντωση (σκωπτικό)
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη δειλός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δειλία
|