δεινοπαθώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεινοπαθώ < (ελληνιστική κοινή) δεινοπαθέω < δεινός + ρίζα παθ- του ρήματος πάσχω
Ρήμα[επεξεργασία]
δεινοπαθώ
- περνάω πολλά δεινά, βασανίζομαι από συμφορές
- (σε σχήμα υπερβολής) αντιμετωπίζω πολύ μεγάλη δυσκολία με ένα θέμα
- δεινοπάθησα να τον πείσω να αλλάξει γνώμη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δεινοπαθώ
|