Μετάβαση στο περιεχόμενο

δειπνέω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δειπνέω < δεῖπνον + -έω

δειπνέω

  1. δειπνώ
  2. ετοιμάζω δείπνο
  3. γευματίζω

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]