δειπνώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: δειπνῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δειπνώ < αρχαία ελληνική δειπνέω / δειπνῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

δειπνώ, πρτ.: δειπνούσα, στ.μέλλ.: θα δειπνήσω, αόρ.: δείπνησα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]