δεκαέξι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεκαέξι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δεκαέξι < ελληνιστική κοινή δεκαέξ < δέκα + ἕξ[1]
Αριθμητικό[επεξεργασία]
δεκαέξι και δεκάξι άκλιτο
- το απόλυτο αριθμητικό (16) που ακολουθεί το δεκαπέντε και προηγείται του δεκαεπτά, με τα σύμβολα του ελληνικού αλφαβήτου γράφεται ιστ΄ και στο λατινικό σύστημα αρίθμησης XVI
- ως άκλιτο επίθετο: που είναι 16
- και οι δεκαέξι αθλητές της εθνικής ομάδας ήταν εξαιρετικοί, οι τέσσερις μάλιστα, πήραν και μετάλλιο
[επεξεργασία]
αριθμητικά | |
απόλυτο: | δεκαέξι |
ψηφίο: | δεκαεξάρι |
τακτικό: | δέκατος έκτος |
πολλαπλασιαστικό: | δεκαεξαπλός |
αναλογικό: | δεκαεξαπλάσιος |
περιληπτικό: | δεκαεξάδα, δεκαεξαριά |
επίρρημα: | δεκαεξάκις |
πρόθημα: | δεκαεξα- |
χρονικά | |
λεπτά: | δεκαεξάλεπτο |
ώρες: | δεκαεξάωρο |
ημέρες: | δεκαεξαήμερο |
μήνες: | δεκαεξάμηνο |
έτη: | δεκαεξαετία |
διάρκεια: | δεκαεξαετής, δεκαεξαετές - δεκαεξάχρονος, δεκαεξάχρονη, δεκαεξάχρονο |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δεκαέξι και δεκάξι άκλιτο
- ουδέτερο: σχολικός βαθμός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση
- ουδέτερο: οτιδήποτε (πχ δωμάτιο, λεωφορείο) έχει ως χαρακτηριστικό αριθμό το 16
- ουδέτερο στον πληθυντικό: για να δηλωθεί ηλικία
- στα δεκαέξι του του έκαναν δώρο ένα μηχανάκι
- θηλυκό στον πληθυντικό: για να δηλωθεί ημερομηνία
- στις δεκαέξι του μηνός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δεκαέξι
[επεξεργασία]
- ↑ δεκαέξι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αριθμητικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αριθμητικά απόλυτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)