δεκαεννιά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δεκαεννιά < (ελληνιστική κοινή) δεκαεννέα με συνίζηση
Αριθμητικό
[επεξεργασία]δεκαεννιά
- το απόλυτο αριθμητικό (19) που ακολουθεί το δεκαοχτώ και προηγείται του είκοσι, με τα σύμβολα του ελληνικού αλφαβήτου γράφεται ιθ΄ και στο λατινικό σύστημα αρίθμησης XIX
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- ουδέτερο: σχολικός βαθμός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση
- ουδέτερο: οτιδήποτε (πχ δωμάτιο, λεωφορείο) έχει ως χαρακτηριστικό αριθμό το 19
- ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό: για να δηλωθεί ηλικία
- στα δεκαεννιά του πήγε φαντάρος
- θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό: για να δηλωθεί ημερομηνία
- στις δεκαεννιά του μηνός
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δεκαεννιά