δεκαεξάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεκαεξάδα < δεκαέξι + -άδα, (< αρχαία ελληνική: -άς -άδος), ή δέκα + εξάδα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δεκαεξάδα θηλυκό (αριθμητικό - περιληπτικό)
- σύνολο, υποσύνολο, ή ενότητα δεκαέξι μονάδων (προσώπων, πραγμάτων ή συναφών εννοιών)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δεκαεξάδα
|