δεκαμηνιαίος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: δεκαμηνιαῖος, δεκάμηνος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεκαμηνιαίος η δεκαμηνιαία το δεκαμηνιαίο
      γενική του δεκαμηνιαίου της δεκαμηνιαίας του δεκαμηνιαίου
    αιτιατική τον δεκαμηνιαίο τη δεκαμηνιαία το δεκαμηνιαίο
     κλητική δεκαμηνιαίε δεκαμηνιαία δεκαμηνιαίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεκαμηνιαίοι οι δεκαμηνιαίες τα δεκαμηνιαία
      γενική των δεκαμηνιαίων των δεκαμηνιαίων των δεκαμηνιαίων
    αιτιατική τους δεκαμηνιαίους τις δεκαμηνιαίες τα δεκαμηνιαία
     κλητική δεκαμηνιαίοι δεκαμηνιαίες δεκαμηνιαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δεκαμηνιαίος < ελληνιστική κοινή δεκαμηνιαῖος < αρχαία ελληνική δέκα + μήν

Επίθετο[επεξεργασία]

δεκαμηνιαίος, -α, -ο

  1. που γίνεται κάθε δέκα μήνες
  2. που δίνεται ή καταβάλλεται κάθε δέκα μήνες

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]