δεκαπενθημερία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεκαπενθημερία < δεκαπενθήμερ(ος) + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δεκαπενθημερία θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δεκαπενθημερία
|