δεκαπλασιασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεκαπλασιασμένος η δεκαπλασιασμένη το δεκαπλασιασμένο
      γενική του δεκαπλασιασμένου της δεκαπλασιασμένης του δεκαπλασιασμένου
    αιτιατική τον δεκαπλασιασμένο τη δεκαπλασιασμένη το δεκαπλασιασμένο
     κλητική δεκαπλασιασμένε δεκαπλασιασμένη δεκαπλασιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεκαπλασιασμένοι οι δεκαπλασιασμένες τα δεκαπλασιασμένα
      γενική των δεκαπλασιασμένων των δεκαπλασιασμένων των δεκαπλασιασμένων
    αιτιατική τους δεκαπλασιασμένους τις δεκαπλασιασμένες τα δεκαπλασιασμένα
     κλητική δεκαπλασιασμένοι δεκαπλασιασμένες δεκαπλασιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δεκαπλασιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δεκαπλασιάζω

Μετοχή[επεξεργασία]

δεκαπλασιασμένος

  • που έχει αυξηθεί κατά δέκα φορές

Μεταφράσεις[επεξεργασία]