δεκαπλασιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεκαπλασιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δεκαπλασιάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
δεκαπλασιασμένος
- που έχει αυξηθεί κατά δέκα φορές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δεκαπλασιασμένος
|