δεκαράκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δεκαράκι τα δεκαράκια
      γενική
    αιτιατική το δεκαράκι τα δεκαράκια
     κλητική δεκαράκι δεκαράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δεκαράκι < υποκοριστικό του δεκάρι < δέκα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δεκαράκι ουδέτερο

  • (υποτιμητικά) ο σχολικός βαθμός 10 στη Μέση Εκπαίδευση, που αποτελεί τη βαθμολογική βάση
με τόσο λίγο διάβασμα, πάλι καλά που τα κατάφερε και πήρε ένα δεκαράκι στην Ιστορία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]