δεκαρολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δεκαρολογώ < δεκάρα + -ο- + -λογώ

Ρήμα[επεξεργασία]

δεκαρολογώ

  1. μιλάω σοβαροφανώς και με στόμφο για πράγματα ασήμαντα και άνευ σημασίας
  2. με εξευτελισμούς και ποταπό μέσα κερδίζω μικροποσά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]