δελεασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δελεασμός < αρχαία ελληνική δελεασμός < δελεάζω < δέλεαρ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δελεασμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του δελεάζω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δελεασμός