δελεαστικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δελεαστικότητα < δελεαστικός + -ότητα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δελεαστικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του δελεαστικού
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δελεαστικότητα
|