δελφίς
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
δελφῑν- | |||||
ονομαστική | ὁ | δελφίς | οἱ | δελφῖνες | |
γενική | τοῦ | δελφῖνος | τῶν | δελφίνων | |
δοτική | τῷ | δελφῖνῐ | τοῖς | δελφῖσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | δελφῖνᾰ | τοὺς | δελφῖνᾰς | |
κλητική ὦ! | δελφίς | δελφῖνες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δελφῖνε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | δελφίνοιν | |||
Το δίχρονο φωνήεν του θέματος σε -ῑν είναι μακρό. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δελφίς' όπως «δελφίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δελφίς αρσενικό
- (ζωολογία) το δελφίνι
- αντικείμενο από σίδερο ή μόλυβδο σε σχήμα δελφινιού, όπως πολεμικό μηχάνημα σε πλοία που κρεμιόταν στο κατάρτι και εκτοξευόταν σε εχθρικά πλοία
- → δείτε και τη λέξη κεραῖαι δελφινοφόροι
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- μεταγενέστερος, ελληνιστικός τύπος: δελφίν
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
δελφιν-
δελφιν-
- ἀδελφεός & συγγενικά
- δέλφαξ & συγγενικά
- δέλφιξ
- Δελφίδιος
- Δελφικός
- δελφίν
- δελφινάριον
- δελφινιάς
- δελφίνιον, Δελφίνιον
- Δελφίνιος
- δελφινίς
- δελφινίσκος
- δελφινίζω
- δελφινοειδής
- δελφινοφόρος
- δελφινόσημος
- Δελφίς
- Δελφοί
- δέλφος
- Δελφός
- δελφύς & συγγενικά
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
[επεξεργασία]- δελφίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δελφίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δελφίς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δελφίς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δελφίς' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ζωολογία (αρχαία ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)