Μετάβαση στο περιεχόμενο

δεμέστιγος

Από Βικιλεξικό

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δεμέστιγος αρσενικό