δεματίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

δεματίζω (el)

  1. χωρίζω σε ποσότητες και τα δένω (πχ. πρώτη ύλη)
  2. ταξινομώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]