δενδροφθόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ δενδροφθόρος | τὸ δενδροφθόρον | οἱ, αἱ δενδροφθόροι | τὰ δενδροφθόρα |
Γενική | τοῦ, τῆς δενδροφθόρου | τοῦ δενδροφθόρου | τῶν δενδροφθόρων | τῶν δενδροφθόρων |
Δοτική | τῷ, τῇ δενδροφθόρῳ | τῷ δενδροφθόρῳ | τοῖς, ταῖς δενδροφθόροις | τοῖς δενδροφθόροις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν δενδροφθόρον | τὸ δενδροφθόρον | τοὺς, τὰς δενδροφθόρους | τὰ δενδροφθόρα |
Κλητική | δενδροφθόρε | δενδροφθόρον | δενδροφθόροι | δενδροφθόρα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | δενδροφθόρω | |||
Γενική-Δοτική | δενδροφθόροιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
δενδροφθόρος, -ος, -ον
- αυτός που φθείρει, καταστρέφει δένδρα