δεντρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δεντρώνω < δέντρο + -ώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

δεντρώνω

  1. γίνομαι δέντρο
  2. δεντροφυτεύω, αναδασώνω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]