δεξιοτεχνικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεξιοτεχνικός < δεξιοτέχνης / δεξιοτεχνία + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
δεξιοτεχνικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη δεξιοτεχνία ή τον δεξιοτέχνη ή αναφέρεται σ’ αυτά
- ※ Ο δεξιοτεχνικός χειρονομιακός του κώδικας, η εκφραστικότητα του προσώπου και του σώματός του συμπυκνώνουν τον τρόμο ενώπιον των «άλλων», με μια μελετημένη αποστασιοποίηση, που αποφεύγει εσκεμμένα τη συγκίνηση.
- Προύσαλη, Εύη (14 Ιανουαρίου 2015), Ο Σωσίας, Athens Voice
- ※ Ο δεξιοτεχνικός χειρονομιακός του κώδικας, η εκφραστικότητα του προσώπου και του σώματός του συμπυκνώνουν τον τρόμο ενώπιον των «άλλων», με μια μελετημένη αποστασιοποίηση, που αποφεύγει εσκεμμένα τη συγκίνηση.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις δεξιοτέχνης, δεξιός και τέχνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δεξιοτεχνικός
|