δεξιοτεχνικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεξιοτεχνικός η δεξιοτεχνική το δεξιοτεχνικό
      γενική του δεξιοτεχνικού της δεξιοτεχνικής του δεξιοτεχνικού
    αιτιατική τον δεξιοτεχνικό τη δεξιοτεχνική το δεξιοτεχνικό
     κλητική δεξιοτεχνικέ δεξιοτεχνική δεξιοτεχνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεξιοτεχνικοί οι δεξιοτεχνικές τα δεξιοτεχνικά
      γενική των δεξιοτεχνικών των δεξιοτεχνικών των δεξιοτεχνικών
    αιτιατική τους δεξιοτεχνικούς τις δεξιοτεχνικές τα δεξιοτεχνικά
     κλητική δεξιοτεχνικοί δεξιοτεχνικές δεξιοτεχνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δεξιοτεχνικός < δεξιοτέχνης / δεξιοτεχνία + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

δεξιοτεχνικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]